μέτοικος

μέτοικος
μέτοικος
settler from abroad
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… …   Dictionary of Greek

  • μέτοικος — ο, η αυτός που κατοικεί σε ξένο τόπο, ο μετανάστης: Αναγκάστηκε να γίνει μέτοικος σε πόλεις της Ευρώπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • МЕТЕК —    • Μέτοικος,          см. Ξένος, Иностранец …   Реальный словарь классических древностей

  • μετοίκοις — μέτοικος settler from abroad masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκου — μέτοικος settler from abroad masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκους — μέτοικος settler from abroad masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκων — μέτοικος settler from abroad masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκῳ — μέτοικος settler from abroad masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτοικε — μέτοικος settler from abroad masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτοικοι — μέτοικος settler from abroad masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”